Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας slice off
γ΄ ενικό ενεστώτα slices off
αόριστος sliced off
παθητική μετοχή sliced off
ενεργητική μετοχή slicing off

  Ετυμολογία επεξεργασία

slice off < → δείτε τις λέξεις slice και off

  Ρήμα επεξεργασία

slice off (en)

  • αποκόπτω, κόβω κάτι από μεγαλύτερο κομμάτι
    The band saw sliced off the fingers of his right hand.
    Η πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
    The butcher sliced off a big steak.
    Ο χασάπης έκοψε μια χοντρή μπριζόλα.
     συνώνυμα:  cut off και sever

  Πηγές επεξεργασία