ενεστώτας disinherit
γ΄ ενικό ενεστώτα disinherits
αόριστος disinherited
παθητική μετοχή disinherited
ενεργητική μετοχή disinheriting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disinherit < dis- + inherit

disinherit (en)