Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας cut in
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts in
αόριστος cut in
παθητική μετοχή cut in
ενεργητική μετοχή cutting in

  Ετυμολογία επεξεργασία

cut in < → δείτε τις λέξεις cut και in

  Ρήμα επεξεργασία

cut in (en)

  • κόβω το δρόμο σε κάποιον, για ένα όχημα ή τον οδηγό του, κινούμαι ξαφνικά μπροστά από άλλο όχημα, χωρίς λίγο χώρο μεταξύ των δύο οχημάτων
    He cut in (front of me) and we nearly had an accident.
    Μου έκοψε το δρόμο και παραλίγο να έχουμε ατύχημα.
     συνώνυμα: cut off

  Πηγές επεξεργασία