τακτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τακτός | η | τακτή | το | τακτό |
γενική | του | τακτού | της | τακτής | του | τακτού |
αιτιατική | τον | τακτό | την | τακτή | το | τακτό |
κλητική | τακτέ | τακτή | τακτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τακτοί | οι | τακτές | τα | τακτά |
γενική | των | τακτών | των | τακτών | των | τακτών |
αιτιατική | τους | τακτούς | τις | τακτές | τα | τακτά |
κλητική | τακτοί | τακτές | τακτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τακτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τακτός
Επίθετο
επεξεργασία
τακτός, -ή, -ό
- που έχει καθοριστεί να γίνει σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που είναι σε ορισμένη ώρα
περιοδικοί έλεγχοι θα γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα
με καλέσατε εγγράφως να προσέλθω σε τακτή ημέρα και ώρα, ενώπιον της ολομέλειας, προκειμένου να εκφράσω τη δική μου άποψη και εκδοχή
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τακτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τακτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.