↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθορισμένος η καθορισμένη το καθορισμένο
      γενική του καθορισμένου της καθορισμένης του καθορισμένου
    αιτιατική τον καθορισμένο την καθορισμένη το καθορισμένο
     κλητική καθορισμένε καθορισμένη καθορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθορισμένοι οι καθορισμένες τα καθορισμένα
      γενική των καθορισμένων των καθορισμένων των καθορισμένων
    αιτιατική τους καθορισμένους τις καθορισμένες τα καθορισμένα
     κλητική καθορισμένοι καθορισμένες καθορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καθορίζω

καθορισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία