pause
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pause (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pause | pauses |
pause (fr) θηλυκό
- η παύση
- (ειδικότερα) (μουσική) η παύση ολόκληρου
pause (en)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pause | pauses |
pause (fr) θηλυκό