Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας pause
γ΄ ενικό ενεστώτα pauses
αόριστος paused
παθητική μετοχή paused
ενεργητική μετοχή pausing

pause (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (fr) θηλυκό

  1. η παύση
  2. η ανάπαυλα
  3. το διάλειμμα
  4. (ειδικότερα) (μουσική) η παύση ολόκληρου

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία