Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας pause
γ΄ ενικό ενεστώτα pauses
αόριστος paused
παθητική μετοχή paused
ενεργητική μετοχή pausing

pause (en)

  1. (αμετάβατο) διακόπτω, σταματάω, κοντοστέκομαι, σταματώ να μιλάω ή να κάνω κάτι προσωρινά πριν συνεχίσω
    ⮡  He paused his studies but he’s thinking about continuing with them.
    Διέκοψε τις σπουδές του αλλά σκέπτεται να τις συνεχίσει.
    ⮡  He paused for a moment, looked at the audience and continued.
    Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε.
    ⮡  She paused for a moment and greeted her.
    Κοντοστάθηκε μια στιγμή και τη χαιρέτησε.
  2. (μεταβατικό) πατάω παύση για να σταματήσω ένα βίντεο κτλ. για λίγο
    ⮡  She paused the movie to go and answer the door.
    Πάτησε παύση στην ταινία για να πάει να ανοίξει την πόρτα.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (fr) θηλυκό

  1. η παύση
  2. η ανάπαυλα
  3. το διάλειμμα
  4. (ειδικότερα) (μουσική) η παύση ολόκληρου

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία