pause
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pause | pauses |
pause (en)
- (μετρήσιμο) η παύση, η διακοπή
- ↪ There was a small pause in the conversation.
- Έγινε μια μικρή παύση στην κουβέντα.
- ↪ There was a small pause in the conversation.
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | pause |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pauses |
αόριστος | paused |
παθητική μετοχή | paused |
ενεργητική μετοχή | pausing |
pause (en)
Πηγές επεξεργασία
- pause (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- pause (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 674. ISBN 9780194325684., λήμμα: παύση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pause | pauses |
pause (fr) θηλυκό