pause
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | pause |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pauses |
αόριστος | paused |
παθητική μετοχή | paused |
ενεργητική μετοχή | pausing |
pause (en)
- (αμετάβατο) διακόπτω, σταματάω, κοντοστέκομαι, σταματώ να μιλάω ή να κάνω κάτι προσωρινά πριν συνεχίσω
He paused his studies but he’s thinking about continuing with them.
- Διέκοψε τις σπουδές του αλλά σκέπτεται να τις συνεχίσει.
He paused for a moment, looked at the audience and continued.
- Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε.
She paused for a moment and greeted her.
- Κοντοστάθηκε μια στιγμή και τη χαιρέτησε.
- (μεταβατικό) πατάω παύση για να σταματήσω ένα βίντεο κτλ. για λίγο
She paused the movie to go and answer the door.
- Πάτησε παύση στην ταινία για να πάει να ανοίξει την πόρτα.
Πηγές
επεξεργασία
- pause (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pause (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 674. ISBN 9780194325684., λήμμα: παύση