ενικός         πληθυντικός  
recess recesses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

recess (en)

  1. οι διακοπές (Βουλής, δικαστηρίων)
    ⮡  Parliament is in recess.
    Η Βουλή έχει διακοπές.
     συνώνυμα: break, hiatus
  2. το διάλειμμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη break
    1. το σχολικό διάλειμμα
      ⮡  the kids have recess - τα παιδιά έχουν διάλειμμα
       συνώνυμα: break, playtime
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 221, 223. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διακοπή, διάλειμμα