hiatus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hiatus | hiatuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhiatus (en)
- το χάσμα
- η διακοπή, το διάλειμμα, η παύση, αδράνεια για κάποιο χρονικό διάστημα
- (γραμματική) χασμωδία
- ιστολογική ασυνέχεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
hiatus | hiatus |
hiatus (fr) αρσενικό
- (γραμματική) η χασμωδία