Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
playtime
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
playtime
playtimes
Ετυμολογία
επεξεργασία
playtime
<
play
+
time
Ουσιαστικό
επεξεργασία
playtime
(en)
(
ΗΒ
)
το
σχολικό
διάλειμμα
↪
the kids have
playtime
- τα παιδιά έχουν
διάλειμμα
≈
συνώνυμα
:
recess