Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
playtime playtimes

  Ετυμολογία επεξεργασία

playtime < play + time

  Ουσιαστικό επεξεργασία

playtime (en)

  1. (ΗΒ) το σχολικό διάλειμμα
    the kids have playtime - τα παιδιά έχουν διάλειμμα
     συνώνυμα: recess