intermission
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intermission | intermissions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintermission (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
ενικός | πληθυντικός |
intermission | intermissions |
intermission (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)