ανάπαυλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάπαυλα < αρχαία ελληνική ἀνάπαυλα. Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + παύλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάπαυλα θηλυκό
- σύντομη ανάσα, μικρή ξεκούραση, ανάπαυση, διακοπή μιας δραστηριότητας για λίγο
- ⮡ Δουλεύει χωρίς ανάπαυλα, ακόμα και τις Κυριακές, επειδή έχει ανάγκη τα χρήματα από τις υπερωρίες.