ἀνάπαυλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀνάπαυλᾰ | αἱ | ἀνάπαυλαι |
γενική | τῆς | ἀναπαύλης | τῶν | ἀναπαυλῶν |
δοτική | τῇ | ἀναπαύλῃ | ταῖς | ἀναπαύλαις |
αιτιατική | τὴν | ἀνάπαυλᾰν | τὰς | ἀναπαύλᾱς |
κλητική ὦ! | ἀνάπαυλᾰ | ἀνάπαυλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναπαύλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναπαύλαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀνάπαυλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀνάπαυλα, -ης θηλυκό
- ανάπαυση, ανακούφιση
- τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 195 (194-195)
- παρὰ τὸν Αὑαίνου λίθον, | ἐπὶ ταῖς ἀναπαύλαις.
- Στο Ξερολίθι, | κοντά στα Ησυχαστήρια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- παρὰ τὸν Αὑαίνου λίθον, | ἐπὶ ταῖς ἀναπαύλαις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 113
- πορνεῖ᾽, ἀναπαύλας, ἐκτροπάς, κρήνας, ὁδούς,
- πορνεία, κονάκια, σταυροδρόμια, βρύσες, δρόμους,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- πορνεῖ᾽, ἀναπαύλας, ἐκτροπάς, κρήνας, ὁδούς,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 195 (194-195)
- (+ γενική πράγμ.) ξεκούραση από κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 38.1
- Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ᾽ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.
- Με συχνές θυσίες και αγώνες φροντίσαμε να μετριάζομε τους κόπους της εργασίας και να ξεκουράζομε το πνεύμα μας. Έχομε ευχάριστη ιδιωτική ο καθένας μας ζωή κι η απόλαυσή της αποδιώχνει την στενοχώρια.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ' όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής.
- Μετάφραση στη Βικιθήκη:Ελευθέριος Βενιζέλος
- Με συχνές θυσίες και αγώνες φροντίσαμε να μετριάζομε τους κόπους της εργασίας και να ξεκουράζομε το πνεύμα μας. Έχομε ευχάριστη ιδιωτική ο καθένας μας ζωή κι η απόλαυσή της αποδιώχνει την στενοχώρια.
- Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ᾽ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 38.1
Εκφράσεις
επεξεργασία- κατ' ἀναπαύλας
- → δείτε παράθεμα στο κατ' ἀναπαύλας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἀνά και παύω
Πηγές
επεξεργασία- ἀνάπαυλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάπαυλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.