↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναπαυτήριο τα αναπαυτήρια
      γενική του αναπαυτηρίου
αναπαυτήριου
των αναπαυτηρίων
    αιτιατική το αναπαυτήριο τα αναπαυτήρια
     κλητική αναπαυτήριο αναπαυτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπαυτήριο < από του ουδέτερο του αρχαιοελληνικού επιθέτου ἀναπαυτήριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπαυτήριο ουδέτερο

  1. χώρος για ανάπαυση και αναψυχή είτε ως ειδική αίθουσα σε μεγάλο και οργανωμένο χώρο εργασίας (για το διάλειμμα) είτε ως ειδικά διαμορφωμένος δημόσιος χώρος σε άλσος ή σε πλατείες
  2. το πλατύσκαλο στις σκάλες (λέγεται και μικρό αναπαυτήριο)
  3. παλιότερα έτσι έλεγαν και τα κοιμητήρια ή νεκροταφεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία