αναπαυτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναπαυτήριο < από του ουδέτερο του αρχαιοελληνικού επιθέτου ἀναπαυτήριος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναπαυτήριο ουδέτερο
- χώρος για ανάπαυση και αναψυχή είτε ως ειδική αίθουσα σε μεγάλο και οργανωμένο χώρο εργασίας (για το διάλειμμα) είτε ως ειδικά διαμορφωμένος δημόσιος χώρος σε άλσος ή σε πλατείες
- το πλατύσκαλο στις σκάλες (λέγεται και μικρό αναπαυτήριο)
- παλιότερα έτσι έλεγαν και τα κοιμητήρια ή νεκροταφεία