Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλατύσκαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πλατύσκαλ
ο
τα
πλατύσκαλ
α
γενική
του
πλατύσκαλ
ου
των
πλατύσκαλ
ων
αιτιατική
το
πλατύσκαλ
ο
τα
πλατύσκαλ
α
κλητική
πλατύσκαλ
ο
πλατύσκαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλατύσκαλο
<
πλατύ-
/
πλατύς
+
-σκαλο
/
σκαλί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλατύσκαλο
ουδέτερο
πλατύ
σκαλί
μπροστά από είσοδο
πλατύ σκαλί πάνω σε στροφή
σκάλας
το κεφαλόσκαλο· το κορυφαίο πλατύ σκαλί φορητής σκάλας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλατύσκαλο
γαλλικά
:
palier
(fr)
,
perron
(fr)