πλατύσκαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλατύσκαλο ουδέτερο
- πλατύ σκαλί μπροστά από είσοδο
- πλατύ σκαλί πάνω σε στροφή σκάλας
- το κεφαλόσκαλο· το κορυφαίο πλατύ σκαλί φορητής σκάλας
πλατύσκαλο ουδέτερο