Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλατύσκαλο τα πλατύσκαλα
      γενική του πλατύσκαλου των πλατύσκαλων
    αιτιατική το πλατύσκαλο τα πλατύσκαλα
     κλητική πλατύσκαλο πλατύσκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατύσκαλο < πλατύ- / πλατύς + -σκαλο / σκαλί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλατύσκαλο ουδέτερο

  • πλατύ σκαλί μπροστά από είσοδο
  • πλατύ σκαλί πάνω σε στροφή σκάλας
  • το κεφαλόσκαλο· το κορυφαίο πλατύ σκαλί φορητής σκάλας

  Μεταφράσεις επεξεργασία