Δείτε επίσης: Σκάλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκάλα οι σκάλες
      γενική της σκάλας
    αιτιατική τη σκάλα τις σκάλες
     κλητική σκάλα σκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
1. Σκάλες στην όπερα Γκαρνιέ του Παρισιού
 
3. Φορητή σκάλα από αλουμίνιο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκάλα < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- (πηδώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈska.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκά‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκάλα θηλυκό

  1. κλίμακα, μόνιμη πακτωμένη κατασκευή (σχετ. κλιμακοστάσιο), με βαθμίδες (σκαλοπάτια), για άνοδο και κάθοδο
  2. (συνεκδοχικά) κλίμακα με κυλιόμενες βαθμίδες, για άνοδο και κάθοδο χωρίς κόπο (κυλιόμενη σκάλα)
  3. μεταφέρσιμη κατασκευή, ξύλινη ή μεταλλική, που είναι φορητή από άνθρωπο ή τοποθετημένη σε ειδικό (συνήθως πυροσβεστικό) όχημα, για να τοποθετείται όπου μας εξυπηρετεί, για άνοδο και για κάθοδο
  4. (ναυτικός όρος) αποβάθρα, λιμάνι
  5. επίνειο : (η κοντινή πόλη που έχει λιμάνι)
  6. (κυπριακά) μονάδα μέτρησης που ισούται με 14.400 τετραγωνικά πόδια
  7. (μουσική) → δείτε τη λέξη κλίμακα
  8. η μπαγκίνα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία