σκάλα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκάλα | οι | σκάλες |
γενική | της | σκάλας | — | |
αιτιατική | τη | σκάλα | τις | σκάλες |
κλητική | σκάλα | σκάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκάλα < λατινική scala < scando < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- (πηδώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκάλα θηλυκό
- κλίμακα, μόνιμη πακτωμένη κατασκευή (σχετ. κλιμακοστάσιο), με βαθμίδες (σκαλοπάτια), για άνοδο και κάθοδο
- (συνεκδοχικά) κλίμακα με κυλιόμενες βαθμίδες, για άνοδο και κάθοδο χωρίς κόπο (κυλιόμενη σκάλα)
- μεταφέρσιμη κατασκευή, ξύλινη ή μεταλλική, που είναι φορητή από άνθρωπο ή τοποθετημένη σε ειδικό (συνήθως πυροσβεστικό) όχημα, για να τοποθετείται όπου μας εξυπηρετεί, για άνοδο και για κάθοδο
- αποβάθρα, λιμάνι
- επίνειο : (η κοντινή πόλη που έχει λιμάνι)
- (κυπριακά) μονάδα μέτρησης που ισούται με 14.400 τετραγωνικά πόδια
- (μουσική) → δείτε τη λέξη κλίμακα
- η μπαγκίνα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σκάλα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μόνιμη κατασκευή που συνδέει δύο ορόφους