↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμυριδόσκαλα οι σμυριδόσκαλες
      γενική της σμυριδόσκαλας των σμυριδόσκαλων
    αιτιατική τη σμυριδόσκαλα τις σμυριδόσκαλες
     κλητική σμυριδόσκαλα σμυριδόσκαλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμυριδόσκαλα < σμύριδ(α) + -ό- + σκάλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμυριδόσκαλα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • σταθμός φόρτωσης σμύριδας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία