ιχθυόσκαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχθυόσκαλα < ιχθυό- + σκάλα, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ψαρόσκαλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχθυόσκαλα θηλυκό
- (αλιεία) το μέρος λιμανιού όπου ξεφορτώνονται (και πωλούνται) ψάρια, που συνήθως διαθέτει υποδομές, όπως ψυκτικούς θαλάμους, αποθηκευτικούς χώρους, συσκευαστήρια κ.λπ.
Συνώνυμα επεξεργασία
- ιχθυολιμένας (λόγιο)
- μπαλουχανάς (ιδιωματικό)
- ψαρόσκαλα