Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχθυόσκαλα οι ιχθυόσκαλες
      γενική της ιχθυόσκαλας των ιχθυοσκαλών
    αιτιατική την ιχθυόσκαλα τις ιχθυόσκαλες
     κλητική ιχθυόσκαλα ιχθυόσκαλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχθυόσκαλα < ιχθυό- + σκάλα, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ψαρόσκαλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιχθυόσκαλα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία