Δείτε επίσης: Σκάλωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάλωμα τα σκαλώματα
      γενική του σκαλώματος των σκαλωμάτων
    αιτιατική το σκάλωμα τα σκαλώματα
     κλητική σκάλωμα σκαλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάλωμα < σκαλώ(νω) + -μα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈska.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκά‐λω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάλωμα ουδέτερο

  1. (γενικότερα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλώνω
  2. αναρρίχηση
  3. σχοινένια σκάλα
  4. εμπόδιο, πρόσκομμα
  5. επικλινής τόπος που γίνεται επίπεδος, προκειμένου να καλλιεργηθεί, με κατασκευή που συγκρατεί το έδαφος στην κάτω μεριά του
     συνώνυμα: δαμάκι

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία