• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πρόσκομμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόσκομμα τα προσκόμματα
      γενική του προσκόμματος των προσκομμάτων
    αιτιατική το πρόσκομμα τα προσκόμματα
     κλητική πρόσκομμα προσκόμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόσκομμα < (ελληνιστική κοινή) πρόσκομμα < αρχαία ελληνική προσκόπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόσκομμα ουδέτερο

  • το κώλυμα, το εμπόδιο, η δυσκολία για την ομαλή εξέλιξη ή διεξαγωγή ενός αντικειμένου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • απρόσκοπτος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πρόσκομμα
  • αγγλικά : stumbling block (en)
  • γαλλικά : pierre d'achoppement (fr), obstacle (fr), difficulté (fr)

Πηγές

επεξεργασία
  • πρόσκομμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πρόσκομμα&oldid=6520582"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Δεκεμβρίου 2023, στις 15:43

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Δεκεμβρίου 2023, στις 15:43.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας