κώλυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κώλυμα | τα | κωλύματα |
γενική | του | κωλύματος | των | κωλυμάτων |
αιτιατική | το | κώλυμα | τα | κωλύματα |
κλητική | κώλυμα | κωλύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κώλυμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώλυμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈko.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κώ‐λυ‐μα
- ομόηχο: κόλλημα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακώλυμα ουδέτερο
- το πρόσκομμα, το εμπόδιο
- ⮡ Να δούμε τι κώλυμα θα προφασιστεί σήμερα για να δικαιολογήσει την απουσία του!
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κώλυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κώλυμᾰ | τὰ | κωλύμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | κωλύμᾰτος | τῶν | κωλυμᾰ́των |
δοτική | τῷ | κωλύμᾰτῐ | τοῖς | κωλύμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κώλυμᾰ | τὰ | κωλύμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | κώλυμᾰ | κωλύμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωλύμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κωλυμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- κώλυμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κώλυμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.