Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈli.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐λύ‐ο‐μαι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κωλύομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος κωλύω
  2. για τη σημασία «έχω κώλυμα» → δείτε τη λέξη κωλύω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κωλύομαι