Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωλύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐λύ‐ω

κωλύω, αόρ.: κώλυσα, παθ.φωνή: κωλύομαι, μτχ.π.ε.: κωλυόμενος, π.αόρ.: κωλύθηκα [1]

  1. (λόγιο) εμποδίζω, βάζω εμπόδιο, αποτελώ εμπόδιο
  2. (λόγιο, στην παθητική φωνή κωλύομαι) αδυνατώ, δεν μπορώ να κάνω κάτι
    ⮡  Θα τον είχα βρίσει, αλλά κωλυόμουνα γιατί ήταν μπροστά το παιδί.
     συνώνυμα: έχω κώλυμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κωλύω, ... (κώλυ-σα, -θηκα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα