κωλύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κωλύω < αρχαία ελληνική κωλύω
ΡήμαΕπεξεργασία
κωλύω (μόνο στον ενεστώτα), παθητικό: κωλύομαι
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κωλύω
κωλύω (μόνο στον ενεστώτα), παθητικό: κωλύομαι