κωλύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωλύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωλύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακωλύω, αόρ.: κώλυσα, παθ.φωνή: κωλύομαι, μτχ.π.ε.: κωλυόμενος, π.αόρ.: κωλύθηκα [1]
- (λόγιο) εμποδίζω, βάζω εμπόδιο, αποτελώ εμπόδιο
- (λόγιο, στην παθητική φωνή κωλύομαι) αδυνατώ, δεν μπορώ να κάνω κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιακώλυτα (επίρρημα)
- αδιακώλυτος
- ακώλυτα (επίρρημα)
- ακώλυτος
- απαρακώλυτα (επίρρημα)
- απαρακώλυτος
- διακώλυση
- διακωλύω, διακωλύομαι
- κώλυμα
- κωλυόμενος (μετοχή)
- κώλυση
- κωλυσιεργός
- κωλυσιεργώ
- κωλυσιεργία
- κωλυσιεργικός
- παρακωλύω, παρακωλύομαι
- παρακώλυση
- παρακωλυτικά (επίρρημα)
- παρακωλυτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κωλύω, ... (κώλυ-σα, -θηκα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- κωλύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με κωλυ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κωλύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωλύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.