κωλυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.liˈo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λυ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίακωλυόμενος, -η, -ο
- που κωλύεται, που παρεμποδίζεται να κάνει κάτι λόγω συνθηκών
- ⮡ — Πού είν' ο Παπαδόπουλος; — Είναι κωλυόμενος, κυρ-λοχαγέ. Είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κωλύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)