κωλυόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωλυόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κωλύομαι
Μετοχή επεξεργασία
κωλυόμενος -η -ο
- που κωλύεται, που παρεμποδίζεται να κάνει κάτι λόγω συνθηκών
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα βλέπω (όλα) κωλυόμενα: δυσκολεύομαι, τα βρίσκω σκούρα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωλυόμενος