κωλυόμενων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
κωλυόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κωλυόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κωλυόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κωλυόμενος
κωλυόμενων