Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαρακώλυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαρακώλυτ
ος
η
απαρακώλυτ
η
το
απαρακώλυτ
ο
γενική
του
απαρακώλυτ
ου
της
απαρακώλυτ
ης
του
απαρακώλυτ
ου
αιτιατική
τον
απαρακώλυτ
ο
την
απαρακώλυτ
η
το
απαρακώλυτ
ο
κλητική
απαρακώλυτ
ε
απαρακώλυτ
η
απαρακώλυτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαρακώλυτ
οι
οι
απαρακώλυτ
ες
τα
απαρακώλυτ
α
γενική
των
απαρακώλυτ
ων
των
απαρακώλυτ
ων
των
απαρακώλυτ
ων
αιτιατική
τους
απαρακώλυτ
ους
τις
απαρακώλυτ
ες
τα
απαρακώλυτ
α
κλητική
απαρακώλυτ
οι
απαρακώλυτ
ες
απαρακώλυτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαρακώλυτος
<
α-
+
παρακωλύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
απαρακώλυτος, -η, -ο
που δεν τον έχουν
παρακωλύσει
Συνώνυμα
επεξεργασία
απαρεμπόδιστος
Αντώνυμα
επεξεργασία
παρακωλυμένος
παρεμποδισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαρακώλυτος
→
δείτε
τη λέξη
απαρεμπόδιστος