παρακωλύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρακωλύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακωλύω | παρακώλυα | θα παρακωλύω | να παρακωλύω | παρακωλύοντας | |
β' ενικ. | παρακωλύεις | παρακώλυες | θα παρακωλύεις | να παρακωλύεις | παρακώλυε | |
γ' ενικ. | παρακωλύει | παρακώλυε | θα παρακωλύει | να παρακωλύει | ||
α' πληθ. | παρακωλύουμε | παρακωλύαμε | θα παρακωλύουμε | να παρακωλύουμε | ||
β' πληθ. | παρακωλύετε | παρακωλύατε | θα παρακωλύετε | να παρακωλύετε | παρακωλύετε | |
γ' πληθ. | παρακωλύουν(ε) | παρακώλυαν παρακωλύαν(ε) |
θα παρακωλύουν(ε) | να παρακωλύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακώλυσα | θα παρακωλύσω | να παρακωλύσω | παρακωλύσει | ||
β' ενικ. | παρακώλυσες | θα παρακωλύσεις | να παρακωλύσεις | παρακώλυσε | ||
γ' ενικ. | παρακώλυσε | θα παρακωλύσει | να παρακωλύσει | |||
α' πληθ. | παρακωλύσαμε | θα παρακωλύσουμε | να παρακωλύσουμε | |||
β' πληθ. | παρακωλύσατε | θα παρακωλύσετε | να παρακωλύσετε | παρακωλύστε | ||
γ' πληθ. | παρακώλυσαν παρακωλύσαν(ε) |
θα παρακωλύσουν(ε) | να παρακωλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρακωλύσει | είχα παρακωλύσει | θα έχω παρακωλύσει | να έχω παρακωλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρακωλύσει | είχες παρακωλύσει | θα έχεις παρακωλύσει | να έχεις παρακωλύσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρακωλύσει | είχε παρακωλύσει | θα έχει παρακωλύσει | να έχει παρακωλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακωλύσει | είχαμε παρακωλύσει | θα έχουμε παρακωλύσει | να έχουμε παρακωλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρακωλύσει | είχατε παρακωλύσει | θα έχετε παρακωλύσει | να έχετε παρακωλύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακωλύσει | είχαν παρακωλύσει | θα έχουν παρακωλύσει | να έχουν παρακωλύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακωλύομαι | παρακωλυόμουν(α) | θα παρακωλύομαι | να παρακωλύομαι | παρακωλυόμενος | |
β' ενικ. | παρακωλύεσαι | παρακωλυόσουν(α) | θα παρακωλύεσαι | να παρακωλύεσαι | (παρακωλύου) | |
γ' ενικ. | παρακωλύεται | παρακωλυόταν(ε) | θα παρακωλύεται | να παρακωλύεται | ||
α' πληθ. | παρακωλυόμαστε | παρακωλυόμαστε παρακωλυόμασταν |
θα παρακωλυόμαστε | να παρακωλυόμαστε | ||
β' πληθ. | παρακωλύεστε | παρακωλυόσαστε παρακωλυόσασταν |
θα παρακωλύεστε | να παρακωλύεστε | (παρακωλύεστε) | |
γ' πληθ. | παρακωλύονται | παρακωλύονταν παρακωλυόντουσαν |
θα παρακωλύονται | να παρακωλύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακωλύθηκα | θα παρακωλυθώ | να παρακωλυθώ | παρακωλυθεί | ||
β' ενικ. | παρακωλύθηκες | θα παρακωλυθείς | να παρακωλυθείς | παρακωλύσου | ||
γ' ενικ. | παρακωλύθηκε | θα παρακωλυθεί | να παρακωλυθεί | |||
α' πληθ. | παρακωλυθήκαμε | θα παρακωλυθούμε | να παρακωλυθούμε | |||
β' πληθ. | παρακωλυθήκατε | θα παρακωλυθείτε | να παρακωλυθείτε | παρακωλυθείτε | ||
γ' πληθ. | παρακωλύθηκαν παρακωλυθήκαν(ε) |
θα παρακωλυθούν(ε) | να παρακωλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρακωλυθεί | είχα παρακωλυθεί | θα έχω παρακωλυθεί | να έχω παρακωλυθεί | παρακωλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις παρακωλυθεί | είχες παρακωλυθεί | θα έχεις παρακωλυθεί | να έχεις παρακωλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρακωλυθεί | είχε παρακωλυθεί | θα έχει παρακωλυθεί | να έχει παρακωλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακωλυθεί | είχαμε παρακωλυθεί | θα έχουμε παρακωλυθεί | να έχουμε παρακωλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρακωλυθεί | είχατε παρακωλυθεί | θα έχετε παρακωλυθεί | να έχετε παρακωλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακωλυθεί | είχαν παρακωλυθεί | θα έχουν παρακωλυθεί | να έχουν παρακωλυθεί |