ενεστώτας withhold
γ΄ ενικό ενεστώτα withholds
αόριστος withheld
παθητική μετοχή withheld, withholden
ενεργητική μετοχή withholding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
withhold < with + hold

withhold (en)

  1. κρατώ
    She cannot withhold any secret from her friends.
    Δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα κρυφό από τις φίλες της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reserve
  2. παρακωλύω, εμποδίζω
  3. συγκρατώ/δεν εκφράζω συναίσθημα