Δείτε επίσης: ἀπαρεμπόδιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρεμπόδιστος η απαρεμπόδιστη το απαρεμπόδιστο
      γενική του απαρεμπόδιστου της απαρεμπόδιστης του απαρεμπόδιστου
    αιτιατική τον απαρεμπόδιστο την απαρεμπόδιστη το απαρεμπόδιστο
     κλητική απαρεμπόδιστε απαρεμπόδιστη απαρεμπόδιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρεμπόδιστοι οι απαρεμπόδιστες τα απαρεμπόδιστα
      γενική των απαρεμπόδιστων των απαρεμπόδιστων των απαρεμπόδιστων
    αιτιατική τους απαρεμπόδιστους τις απαρεμπόδιστες τα απαρεμπόδιστα
     κλητική απαρεμπόδιστοι απαρεμπόδιστες απαρεμπόδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαρεμπόδιστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαρεμπόδιστος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (παρά) παρ- + (εμποδίζω), θέμα εμποδισ- + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pa.ɾemˈbo.ði.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐ρε‐μπό‐δι‐στος
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλ-1‐α‐πα‐ρεμ‐πό‐δι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

απαρεμπόδιστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρεμποδίζω, εμποδίζω και πόδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία