→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλυσιεργός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κωλυσιεργός

  • που είναι αιτία καθυστέρησης, κωλυσιεργίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία