κωλυσιεργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακωλυσιεργία θηλυκό
- η ενέργεια του κωλυσιεργώ, η διαρκής παρεμβολή ή επίκληση εμποδίων, πραγματικών ή τεχνητών, σε μια διαδικασία με σκοπό αυτή να καθυστερήσει ή να μην ολοκληρωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία- παρεμπόδιση
- παρακώλυση
Μετάφραση
επεξεργασία κωλυσιεργία
|