Δείτε επίσης: κώλυμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλλημα τα κολλήματα
      γενική του κολλήματος των κολλημάτων
    αιτιατική το κόλλημα τα κολλήματα
     κλητική κόλλημα κολλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόλλημα ουδέτερο

  1. ένωση με κολλητική ουσία
    παράδειγμα  Θέλει γερό κόλλημα για να μη σου ξανασπάσει.
  2. τεχνικό πρόβλημα διακοπής λειτουργίας
    παράδειγμα  Κόλλημα του κεντρικού υπολογιστή προκάλεσε χάος στο σύστημα.
  3. έμμονη ιδέα
    παράδειγμα  Έχει φάει κόλλημα με το βικιλεξικό.
  4. επίμονο και εκνευριστικό πλησίασμα κάποιου
    παράδειγμα  Μετά από τέτοιο πολύωρο κόλλημα, έχασε την υπομονή του.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόλλημα ουδέτερο

  1. κόλλημα
  2. το μέρος όπου γίνεται η επικόλληση
  3. (ιατρική) είδος δερματοπάθειας

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κόλλημᾰ τὰ κολλήμᾰτ
      γενική τοῦ κολλήμᾰτος τῶν κολλημᾰ́των
      δοτική τῷ κολλήμᾰτ τοῖς κολλήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κόλλημᾰ τὰ κολλήμᾰτ
     κλητική ! κόλλημᾰ κολλήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολλήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κολλημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόλλημα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία