δερματοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δερματοπάθεια < νεολατινική dermatopathia < αρχαία ελληνική δέρμα + πάθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδερματοπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δερματοπάθεια
δερματοπάθεια θηλυκό