Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολλημένος η κολλημένη το κολλημένο
      γενική του κολλημένου της κολλημένης του κολλημένου
    αιτιατική τον κολλημένο την κολλημένη το κολλημένο
     κλητική κολλημένε κολλημένη κολλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολλημένοι οι κολλημένες τα κολλημένα
      γενική των κολλημένων των κολλημένων των κολλημένων
    αιτιατική τους κολλημένους τις κολλημένες τα κολλημένα
     κλητική κολλημένοι κολλημένες κολλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κολλάω / κολλώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολ‐λη‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

κολλημένος, -η, -ο

  1. που έχει κολλήσει, που έχει ενωθεί με κόλλα
    βρήκα μια ανακοίνωση κολλημένη στην πόρτα
  2. βαλμένος κοντά, δίπλα
    Μην αφήσεις κενό, οι χαρακτήρες πρέπει να είναι κολλημένοι.
  3. (μεταφορικά) που έχει τη συνήθεια να κάνει κάτι υπερβολικά, ο εθισμένος
    είναι κολλημένος με την τηλεόραση.

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κόλλ

  Μεταφράσεις επεξεργασία