κολλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κολλάω / κολλώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κολλημένος, -η, -ο
- που έχει κολλήσει, που έχει ενωθεί με κόλλα
- ↪ βρήκα μια ανακοίνωση κολλημένη στην πόρτα
- βαλμένος κοντά, δίπλα
- ↪ Μην αφήσεις κενό, οι χαρακτήρες πρέπει να είναι κολλημένοι.
- (μεταφορικά) που έχει τη συνήθεια να κάνει κάτι υπερβολικά, ο εθισμένος
- ↪ είναι κολλημένος με την τηλεόραση.
Σύνθετα επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- λήγουν σε -κολλημένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κόλλ