κολλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολλώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολλῶ, συνηρημένος τύπος του κολλάω < κόλλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λώ
- τονικά παρώνυμα: κόλο, κόλλο, κώλο
Ρήμα
επεξεργασίακολλώ
- άλλη μορφή του κολλάω
- άλλες μορφές: κολνώ (παρωχημένο)