• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κολλώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κολλῶ

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κολλώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολλῶ, συνηρημένος τύπος του κολλάω < κόλλα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λώ
τονικά παρώνυμα: κόλο, κόλλο, κώλο

Ρήμα

επεξεργασία

κολλώ

  • άλλη μορφή του κολλάω
    άλλες μορφές: κολνώ (παρωχημένο)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κολλώ&oldid=5555499"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Απριλίου 2022, στις 11:55

Γλώσσες

    • English
    • Polski
    • Română
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Απριλίου 2022, στις 11:55.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας