Δείτε επίσης: κόλον, κώλο

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλο τα κόλα
      γενική του κόλου των κόλων
    αιτιατική το κόλο τα κόλα
     κλητική κόλο κόλα
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κόλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική collo, αρσενικό που θεωρήθηκε ουδέτερο,[1] με απλοποίηση του διπλού συμφώνου, λατινική collum < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (γυρνάω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.lo/ συγκρίνετε με την ιταλική προφορά του collo
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐λο
ομόηχα: κόλλο, κώλο
τονικό παρώνυμο: κολώ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κόλο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

Άλλες γραφέςΕπεξεργασία

  • κόλλο (με διπλό σύμφωνο, όπως στα ιταλικά) → δείτε και παράθεμα 

  ΑναφορέςΕπεξεργασία