κόλο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόλο | τα | κόλα |
γενική | του | κόλου | των | κόλων |
αιτιατική | το | κόλο | τα | κόλα |
κλητική | κόλο | κόλα | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική collo, αρσενικό που θεωρήθηκε ουδέτερο,[1] με απλοποίηση του διπλού συμφώνου, λατινική collum < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (γυρνάω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.lo/ συγκρίνετε με την ιταλική προφορά του collo
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐λο
- ομόηχα: κόλλο, κώλο
- τονικό παρώνυμο: κολώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόλο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- πακέτο, κιβώτιο για εμπορεύματα ή για αποσκευές
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
- κόλλο (με διπλό σύμφωνο, όπως στα ιταλικά) → δείτε και παράθεμα
Επεξεργασία
- ↑ κόλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.