κολλητός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κολλητός
- πολύ κοντινός
- εφαρμοστός, πολύ στενός (για ρούχα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κολλητός αρσενικό, κολλητή θηλυκό
- πολύ στενός φίλος
- χτες πήγαμε και τα ήπιαμε με τον κολλητό μου