εφαρμοστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφαρμοστός < εφαρμόζω + -τός < αρχαία ελληνική ἐφαρμόζω < ἐπί + ἁρμόζω < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ajusté)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.faɾ.moˈstos/
Επίθετο
επεξεργασίαεφαρμοστός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασία- (κολλητός)
- (ταιριαστός)