εφαρμοστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεφαρμοστικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την εφαρμογή, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εφαρμόζω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- εφαρμοστικός νόμος: (νομικός όρος) νόμος που συμβάλλει στη πρακτική εφαρμογή μιας συμφωνίας, ενός μνημονίου κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφαρμοστικός
|
εφαρμοστικός νόμος