μνημόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μνημόνιο < ελληνιστική κοινή μνημόνιον < αρχαία ελληνική μνήμων ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική memorandum)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mniˈmo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μνη‐μό‐νι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μνημόνιο ουδέτερο
- (πολιτική) επίσημο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο ανταλλάσσονται απόψεις για συγκεκριμένη υπόθεση μεταξύ κυβερνήσεων ή μεταξύ διεθνών οργανισμών και κυβερνήσεων (δεν πρόκειται για το καθεαυτό έγγραφο διμερούς ή πολυμερούς συμβάσεως διεθνούς δικαίου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μνημόνιο