memorandum
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- memorandum < λατινική memorandum
Ουσιαστικό επεξεργασία
memorandum (en) (πληθυντικός: memoranda)
- μνημόνιο
- πολιτική συμφωνία με νομική ισχύ, πολιτικό συμβόλαιο με νομική ισχύ, συμφωνία που ισχύει νομικά
- υπόμνημα
- πρωτόκολλο συμφωνίας ή συνεργασίας
- προσύμφωνο
- συνυποσχετικό
- υπηρεσιακό σημείωμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Λατινικά (la) επεξεργασία
Γερούνδιο επεξεργασία
memorandum
Κλιτικός τύπος γερουνδιακού επεξεργασία
memorandum
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του memorandus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του memorandus