memoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memoro | memoroj |
αιτιατική | memoron | memorojn |
memoro (eo)
- memoro pri ŝi restos en niaj koroj - η ανάμνησή της θα μείνει στις καρδιές μας