Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
memoro
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
memoro
<
memor-
+
-o
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
memoro
memoroj
αιτιατική
memoron
memorojn
memoro
(eo)
η
ενθύμηση
, η
ανάμνηση
memoro
pri ŝi restos en niaj koroj - η
ανάμνησή
της θα μείνει στις καρδιές μας