association
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- association < λατινική associatio
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /əˌsəʊʃiˈeɪʃən/ και /əˌsəʊsiˈeɪʃən/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
association | associations |
association (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
association | associations |
association (fr) θηλυκό
- ο σύλλογος, το σωματείο
- η αλληλουχία
- η σύνδεση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη associer