association
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
association | associations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- association < λατινική associatio, associate + -ion
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /əˌsəʊʃiˈeɪʃən/ & /əˌsəʊsiˈeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαassociation (en)
- η εταιρεία, ο σύλλογος, η ένωση, μια επίσημη ομάδα ανθρώπων που έχουν συγκεντρωθεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ the Greek Language Association - η Ελληνική Γλωσσική Εταιρεία
- ↪ an athletic association - αθλητικός σύλλογος
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συναναστροφή, μια σχέση μεταξύ ανθρώπων ή οργανισμών
- ↪ I benefited a lot from my association with him.
- Κέρδισα πολλά από τη συναναστροφή μου μαζί του.
- ↪ The association of the child with his peers will help him in his socialization.
- H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
- ↪ I benefited a lot from my association with him.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση, η ψυχική σχέση μεταξύ ιδεών
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση μεταξύ πραγμάτων όπου το ένα προκαλείται από το άλλο
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- association - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 339, 835. ISBN 9780194325684., λήμμα: εταιρεία, σύλλογος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
association | associations |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαassociation (fr) θηλυκό
- ο σύλλογος, το σωματείο, ο σύνδεσμος
- η αλληλουχία
- η σύνδεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη associer