ενικός         πληθυντικός  
association associations

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

association (en)

  1. η εταιρεία, ο σύλλογος, η ένωση, μια επίσημη ομάδα ανθρώπων που έχουν συγκεντρωθεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό
      the Greek Language Association - η Ελληνική Γλωσσική Εταιρεία
      an athletic association - αθλητικός σύλλογος
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συναναστροφή, μια σχέση μεταξύ ανθρώπων ή οργανισμών
      I benefited a lot from my association with him.
    Κέρδισα πολλά από τη συναναστροφή μου μαζί του.
      The association of the child with his peers will help him in his socialization.
    H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση, η ψυχική σχέση μεταξύ ιδεών
      Success seems to have very little association with merit.
    Φαίνεται ότι η επιτυχία δεν έχει μεγάλη σχέση με την αξίας.
      I don’t want to have any association with this policy.
    Δεν θέλω να έχω σχέση με αυτή την πολιτική.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη relation
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση μεταξύ πραγμάτων όπου το ένα προκαλείται από το άλλο
      There is no association between the two events.
    Δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δυο γεγονότα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη relation

Παράγωγα

επεξεργασία