Ετυμολογία

επεξεργασία
assoce < συντομογραφία του association

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assoce assoces

assoce (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη associer