καταστατικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταστατικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταστατικό ουδέτερο
- έγγραφο που περιέχει τους στόχους καθώς και τους βασικούς όρους και κανόνες λειτουργίας ενός νομικού προσώπου
- ο εσωτερικός κανονισμός ενός οργανισμού που καθορίζει το σκοπό και τη λειτουργία του
- Ο γραπτός κανονισμός που καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της παροικίας
- (νομικός όρος, οικονομία) ιδρυτικό έγγραφο οικονομικής μονάδας όπου καθορίζεται ο σκοπός της και ο τρόπος με τον οποίο οι μέτοχοι ελέγχουν το Διοικητικό Συμβούλιο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
καταστατικό
- αιτιατική ενικού του καταστατικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καταστατικός