Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
statut
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
statut
<
λατινική
statutum
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
statut
statuts
statut
(fr)
αρσενικό
η
κατάσταση
, ο
βαθμός
σε μια
ιεραρχία
το
καταστατικό
μιας
εταιρείας
το
καθεστώς
Συγγενικά
επεξεργασία
statutaire
statutairement