Ετυμολογία

επεξεργασία
statut < λατινική statutum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
statut statuts

statut (fr) αρσενικό

  1. η κατάσταση, ο βαθμός σε μια ιεραρχία
  2. το καταστατικό μιας εταιρείας
  3. το καθεστώς

Συγγενικά

επεξεργασία