statutaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- statutaire < statut
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
statutaire | statutaires |
statutaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σύμφωνος με το καταστατικό μιας εταιρεία, καταστατικός
ενικός | πληθυντικός |
statutaire | statutaires |
statutaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό