καταστατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταστατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
καταστατικός
- αυτός που αναφέρεται σε μια κατάσταση
- αυτός που ρυθμίζει μια κατάσταση, συνήθως δια της επιβολής κανόνων λειτουργίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- καταστατικός χάρτης : το σύνταγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταστατικός
|