Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδρυτικός η ιδρυτική το ιδρυτικό
      γενική του ιδρυτικού της ιδρυτικής του ιδρυτικού
    αιτιατική τον ιδρυτικό την ιδρυτική το ιδρυτικό
     κλητική ιδρυτικέ ιδρυτική ιδρυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδρυτικοί οι ιδρυτικές τα ιδρυτικά
      γενική των ιδρυτικών των ιδρυτικών των ιδρυτικών
    αιτιατική τους ιδρυτικούς τις ιδρυτικές τα ιδρυτικά
     κλητική ιδρυτικοί ιδρυτικές ιδρυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρυτικός (μαρτυρείται από το 1803)[1]< ιδρυτής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ιδρυτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 484, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου