instituant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instituant | instituants |
θηλυκό | instituante | instituantes |
Επίθετο
επεξεργασίαinstituant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instituant | instituants |
θηλυκό | instituante | instituantes |
instituant (fr)