σημείωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημείωμα < ελληνιστική κοινή σημείωμα < σημειόω / σημειῶ < αρχαία ελληνική σημεῖον < σῆμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική note)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈmi.o.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασημείωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- σημειωματάκι
- → δείτε τις λέξεις σημειώνω, σημείο και σήμα